- σχολικός
- -ή, -όαυτός που έχει σχέση με το σχολείο: Το σχολικό έτος άρχισε φέτος νωρίτερα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σχολικός — ή, ό, Ν [σχολή] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σχολείο και ειδικότερα στους μαθητές, ο μαθητικός (α. «σχολική τσάντα» β. «σχολική συγγυμνασία», Απολλ. Δύσκ.) νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ένα συγκεκριμένο σχολείο ή σε ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek
σχολικά — σχολικός scholastic neut nom/voc/acc pl σχολικά̱ , σχολικός scholastic fem nom/voc/acc dual σχολικά̱ , σχολικός scholastic fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχολικῶν — σχολικός scholastic fem gen pl σχολικός scholastic masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχολικόν — σχολικός scholastic masc acc sg σχολικός scholastic neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχολικαῖς — σχολικός scholastic fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχολικαί — σχολικός scholastic fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχολικοῖς — σχολικός scholastic masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχολικούς — σχολικός scholastic masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχολικωτάτῳ — σχολικός scholastic masc/neut dat superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχολικῇ — σχολικός scholastic fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)